- ἐνυπόστατος
- ἐνυπόστατοςsubstantialmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενυπόστατος — η, ο (Μ ἐνυπόστατος, ον) αυτός που ενυπάρχει, που έχει υπόσταση, ύπαρξη, πραγματικός, υπαρκτός («ενυπόστατη κατηγορία»). επίρρ... ἐνυποστάτως 1. προσωπικά, ως πρόσωπο 2. πραγματικά, ουσιαστικά, αληθινά … Dictionary of Greek
ενυπόστατος — η, ο που έχει υπόσταση, που υπάρχει πραγματικά, πραγματικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐνυποστάτως — ἐνυπόστατος substantial adverbial ἐνυπόστατος substantial masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνυπόστατον — ἐνυπόστατος substantial masc/fem acc sg ἐνυπόστατος substantial neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνυποστάτου — ἐνυπόστατος substantial masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνυποστάτους — ἐνυπόστατος substantial masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνυποστάτων — ἐνυπόστατος substantial masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνυποστάτῳ — ἐνυπόστατος substantial masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνυπόστατα — ἐνυπόστατος substantial neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνυπόστατοι — ἐνυπόστατος substantial masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)